Σύρος

Σύρος
Σύρος [], ,
A Syrian, IG12.329.18, Hdt.3.91 codd. (v.l. in 2.30, 104.159, 3.5), Trag.Adesp.162; of the Λευκόσυροι, S.Fr.638, Hdt.1.6 codd., 7.72 codd. (but Σύριοι of the Λ., v. infr.); freq. used as a slave's name, Anaxandr.51, Eriph.6, Hegesipp.Com.1.4, D.45.86, IG22.2937.12, etc.:—fem. [full] Σύρα, Ar.Pax 1146 (troch.), Philem.125. --Syria was called [full] Σῠρία, [dialect] Ion. -ιη, , Hdt.1.105, etc.;

Σ. ἡ Παλαιστίνη Id.3.91

, 4.39;

Σ. Παλαιστίνη IGRom.3.172.22

(Ancyra, ii A.D.), OGI601.6 (Amastris, ii A.D.); ἡ Φοινίκη Σ. D.S.19.93; Κοίλη Σ. between Lebanon and Anti-Lebanon, v. κοῖλος; ἡ ἄνω Σ. (dub. l.) Str. 2.5.38.--The Syrians were also called [full] Σύριοι, a name which in early times was given to the Assyrians, Hdt.7.63, cf. A.Pers.84 (lyr.), Luc.Syr.D.1; and to the Cappadocians or Λευκόσυροι (Str. 12.3.5. al.), Hdt.1.72, 2.104, 3.90, 5.49; Σ. Καππαδόκαι (v.l. Σ. καὶ K.) Id.1.72;

Σ. οἱ ἐν τῇ Παλαιστίνῃ Id.2.104

.--Adj. [full] Σύριος [pron. full] [ῠ], [full] α, ον, Syrian, A.Ag.1312, E.Ba.144 (lyr.), etc.;

Σ. πόα Arist.HA 627b17

; Σ. πύλαι (v.

πύλη 11.2

):—also [full] Σῠριᾰκός, ή, όν, Thphr.CP2.17.3, Str.2.1.31, etc.--Adv. [full] Σῠρίηθεν from Syria, D.P.895.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σύρος — Σύρος, η και Σύρα, η νησί των Κυκλάδων. Σύρος, ο και Σύριος, ο θηλ. α ο κάτοικος της Συρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σῦρος — a Syrian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύρος — Syrian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρος — broom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Sp Siras Ap Σύρος/Syros L s. Egėjo j. Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σύρος Ποπλίλιος — Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στη Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο …   Dictionary of Greek

  • Άνω Σύρος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.109 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και αποτελεί βορειοδυτική συνέχεια της Ερμούπολης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Άνω Σύρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 13ο αι. από …   Dictionary of Greek

  • Άνω Σύρος — Sp Ãno Siras Ap Άνω Σύρος/Ano Syros L Kiklados (Siro s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”